- πρωτάρικος
- η , ο родившийся первым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτάρικος — η, ο, Ν [πρωτάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτάρη, ο χαρακτηριστικός τού πρωτάρη («πρωτάρικο φέρσιμο») 2. αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα («πρωτάρικο κατσίκι») 3. το ουδ. ως ουσ. το πρωτάρικο παιδί που γεννήθηκε από πρωτάρα … Dictionary of Greek
πρωτάρικος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα μητέρα: Πρωτάρικο μοσχάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)